μπουμπού(κα)

μπουμπού(κα)
η толстушка, пышка (о девочке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μπουμπού(κα)" в других словарях:

  • μπουμπού — και μπουμπούκα, η παχουλό κοριτσάκι, ροδαλή κοπέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. τής παιδικής γλώσσας πιθ. με επίδραση τής λ. μπουμπούκι] …   Dictionary of Greek

  • Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»